- πεποιθότως
- πεποιθότως, vertrauungsvoll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεποιθότως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεποιθότως — Α επίρρ. 1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση 2. πειστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. τού πείθω] … Dictionary of Greek
ζαβρεμέως — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλως, πεποιθότως» … Dictionary of Greek